Βορόνεζ

Βορόνεζ
(Voronezh). Πόλη (905.500 κάτ. το 2002) στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (52.400 τ. χλμ., 2.458.800 κάτ. το 2000) εκατέρωθεν του μέσου ρου του ποταμού Δον. Βρίσκεται σε υψόμετρο 152 μ., στη δεξιά όχθη του ομώνυμου ποταμού, που περίπου οκτώ χιλιόμετρα πιο κάτω εκβάλλει από αριστερά στον Δον, 465 χλμ. ΝΑ της Μόσχας, επί της σιδηροδρομικής γραμμής που συνδέει την πρωτεύουσα με το Ροστόβ επί του ποταμού Δον. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ρώσους ως οχυρό της περιοχής των στεπών του Δον το 1586, η ανάπτυξή της όμως καθυστέρησε για αιώνες, ακόμα και μετά την ίδρυση ναυπηγείων από τον Μεγάλο Πέτρο (1694) και την έναρξη μεταφοράς εμπορευμάτων από το ποτάμιο λιμάνι της, έτσι που λίγα χρόνια πριν από το τέλος του 19ου αι. ο πληθυσμός της μόλις έφτανε τις 85.000. Στις επόμενες δεκαετίες όμως γνώρισε μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση, χάρη κυρίως στην αξιοσημείωτη και γρήγορη βιομηχανική της ανάπτυξη. Σήμερα είναι σημαντικό βιομηχανικό κέντρο, με βιομηχανίες μεταλλουργίας και μηχανών (αεροναυτικού υλικού, μηχανημάτων ορυχείων), χημικών προϊόντων (ελαστικού και συνθετικών ινών, πλαστικών υλών) και τροφίμων. Έχει επίσης ποτάμιο λιμάνι με ζωηρό εξαγωγικό εμπόριο σιτηρών και μηχανών. Το ποτάμι αυτό, που λέγεται επίσης Β., εκτός από την περιοχή Β., διασχίζει και τις περιοχές Ταμπόφ και Λίπετσκ. Σχηματίζεται από τη συμβολή του Πολνόι Β. και του Λεσνόι Β. και το μήκος του είναι 342 χλμ. Το ποτάμι παγώνει από τον Δεκέμβριο έως τον Μάρτιο. Η Β. είναι πνευματικό κέντρο, με πανεπιστήμιο (από το 1918), διάφορες ανώτερες σχολές (γεωργική, μηχανική, παιδαγωγική και ιατρική) και μουσείο τοπικού ενδιαφέροντος. Στη Β. υπάρχουν σημαντικά μνημεία χριστιανικής αρχιτεκτονικής, με κυριότερο το μοναστήρι του Ακάντοφ (1620) και τον ναό Ουσπένσκι (Κοίμηση της Θεοτόκου, 1694-1702).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αφανάσιεφ, Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς — (Βορονέζ 1826 – 1871). Ρώσος λαογράφος. Αφιέρωσε όλη τη ζωή του στη μελέτη των μύθων και των λαϊκών παραδόσεων, που συγκέντρωνε ο ίδιος στα χωριά της υπαίθρου και εξέδιδε σε διάφορες ανθολογίες. Κυριότερο έργο του είναι οι Μύθοι του ρωσικού λαού …   Dictionary of Greek

  • Μπούνιν, Ιβάν Αλεξέγεβιτς — (Βορονέζ 1870 – Παρίσι 1953). Ρώσος λογοτέχνης. Αριστοκράτης, όχι μόνο στην καταγωγή αλλά και στη στάση του απέναντι στη ζωή, υπήρξε μονήρης, μένοντας μακριά από κάθε πολιτική συμμετοχή καθώς και από τις φιλολογικές και γενικά τις πνευματικές… …   Dictionary of Greek

  • ντον — I (Don). Ποταμός (1.963 χλμ.) της Ρωσίας. γνωστός στην αρχαιότητα ως Τάναϊς. Ρέει στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας και έχει υδρογραφική λεκάνη 420.000 τ. χλμ. Πηγάζει από το Κεντρικό Ρωσικό Υψίπεδο στα ΒΔ του Νοβομοσκόφσκ (πρώην… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • Γκλίνκα, Κονσταντίν Ντιμιτρίεβιτς — (Constantin Dimitryevich Glinka, 1867 – 1927). Ρώσος γεωλόγος. Αποφοίτησε το 1889 από τη σχολή φυσικής και μαθηματικών του πανεπιστημίου της Πετρούπολης, όπου εργάστηκε στη συνέχεια ως βοηθός στο τμήμα ορυκτολογίας, στο οποίο ήταν διευθυντής ο… …   Dictionary of Greek

  • Κέλερ, Μπόρις Αλεξάντροβιτς — (Boris Aleksandrovich Keller, Πετρούπολη 1874 – Μόσχα 1945). Ρώσος βοτανολόγος. Διετέλεσε μέλος της Ακαδημίας Γεωργικών Επιστημών Β.I. Λένιν και μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης. Το 1902 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Καζάν …   Dictionary of Greek

  • Κολτσόφ, Αλεξέι Βασίλιεβιτς — (Alexey Vasiliyevich Koltsov, Βορονέζ 1808 – 1842). Ρώσος ποιητής. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη λογοτεχνία το 1830, με ισχυρές επιρροές από τον Πούσκιν. Αργότερα κατόρθωσε να συνδυάσει τη λόγια με τη λαϊκή γλώσσα, τόσο στις συλλογές των λαϊκών… …   Dictionary of Greek

  • Κουρσκ — (Kursk). Πόλη (442.900 κάτ. το 2003) της δυτικής Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (Kurskaya, 29.800 τ. χλμ., 1.284.500 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες των παραποτάμων του Δνείπερου, Τουσκόρ και Σεΐμ, σε κοίλωμα του κεντρικού ρωσικού… …   Dictionary of Greek

  • Τσερένκοφ, Πάβελ Αλεξέγεβιτς — Ρώσος φυσικός (; 1904). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Βορονέζ. Το 1934, μελετώντας, σε συνεργασία με τον Βαβίλοφ, το φως που εκπέμπεται από τα υγρά τα οποία δέχονται τη δράση της ακτινοβολίας, παρατήρησε μια ελαφρά φωτεινότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”